ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
και άσκιστος, -η, -ο (AM ἄσχιστος, -ον)αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπείνεοελλ.αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμήαρχ.(για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος.