άσχιστος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και άσκιστος, -η, -ο (AM ἄσχιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή
αρχ.
(για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος.