Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
ἀσχολῶ (-έω) (Α) άσχολος
1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ
2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι.