ασχολώ

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἀσχολῶ (-έω) (Α) άσχολος
1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ
2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι.