μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἀσχολῶ (-έω) (Α) άσχολος1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι.