ἀτεραμνότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A stubbornness; ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν slowness to germinate, Thphr.CP4.3.2.
German (Pape)
[Seite 385] ητος, ἡ, Härte, Unerweichlichkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεραμνότης: -ητος, ἡ, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 3, 2.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
dificultad ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν Thphr.CP 4.3.2.
Greek Monolingual
ἀτεραμνότης, η (Α)
επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη.