ατμοδόκη
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Greek Monolingual
και ατμοδόχος, η
θαλαμίσκος σε σχήμα θόλου που προεξέχει στο υψηλότερο μέρος του ατμοθαλάμου, με προορισμό τον καλύτερο διαχωρισμό ατμού και νερού.