ατμοδόκη

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

και ατμοδόχος, η
θαλαμίσκος σε σχήμα θόλου που προεξέχει στο υψηλότερο μέρος του ατμοθαλάμου, με προορισμό τον καλύτερο διαχωρισμό ατμού και νερού.