Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) τόκος
Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος
2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκο
αρχ.
όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή
II. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)
χωρίς τόκο.