Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άτοκος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) τόκος
Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος
2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκο
αρχ.
όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή
II. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)
χωρίς τόκο.