άτοκος

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) τόκος
Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος
2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκο
αρχ.
όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή
II. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)
χωρίς τόκο.