Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
ἀτρύφερος, -ον (Α)1. αυτός που δεν είναι μαλθακός2. απλός, απέριττος.