ἀτρύφερος
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
[ῠ], ον, not delicate or luxurious, Eup.69; plain, simple, στολή Ceb.20; ὄψον Teles p.7H.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de pers. austero, de vida sencilla, sin lujos οὐκ ἀ. ... ἐστ' ἀνήρ Eup.78
•de cosas simple, sencillo ὄψον Teles 2 (p.7.8), στολή Ceb.20.
German (Pape)
[Seite 389] nicht weichlich, nicht üppig, ἀνήρ Eupol. bei B. A. 460; στόλη Cebes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύφερος: [ῠ], -ον, ὁ οὐχὶ τρυφερὸς ἢ μαλθακός, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 10· ἁπλοῦς, ἀπέριττος, στολὴ Κέβης 20.
Greek Monolingual
ἀτρύφερος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν είναι μαλθακός
2. απλός, απέριττος.