αυερύω

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239

Greek Monolingual

αὐερύω (Α)
1. ανασύρω, τραβώ προς τα πίσω
2. (για θυσίες) τραβώ το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω για να το σφάξω
3. (για βδέλλες) απομυζώ, ρουφάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αιολικός τ. αυερύω < αF-Fερύω < αν-Fερύω (με αφομοίωση του -F-) < ανα-Fερύω, με αποκοπή της προθέσεως ανά (βλ. και λ. ερύω)].