αυτοματικός

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του
2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική
η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].