αφάγωτος
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός
2. αυτός που δεν έχει φαγωθεί
3. ακατάλληλος να φαγωθεί
4. εκείνος που δεν έχει καταναλωθεί ή ξοδευτεί.