άφλεκτος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφλεκτος, -ον)
αυτός που δεν φλέγεται
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί
αρχ.
ο αμαγείρευτος.