ατύλιχτος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα
2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος
3. (για νήμα) ακουβάριαστος
4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή δουλειά επιζήμια γι' αυτόν.