ατύλιχτος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα
2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος
3. (για νήμα) ακουβάριαστος
4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή δουλειά επιζήμια γι' αυτόν.