βακχώδης
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
[Seite 428] ες, einem Bacchanten ähnlich, begeistert, Arr. Ind. 8 im superl.
βακχώδης, -ες (Α) Βάκχος
αυτός που έχει κυριευθεί από τον Βάκχο.