βάρκα

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Spanish (DGE)

1 tarent. partes pudendas Hsch.β 252.
2 fíbula Hsch.β 252.

Greek Monolingual

η (Μ βάρκα)
κάθε μικρό σκάφος με ή χωρίς κατάστρωμα που μπορεί να κινείται με κουπιά, ιστία ή μηχανή
νεοελλ.
1. ποσότητα όση χωράει σε μία βάρκα
2. παιδικό ομαδικό παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bārca < bārica < λατ. bāris < ελλ. βάρις].