ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ηευρύχωρος εξώστης με ή χωρίς στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) veranda ή verandah < (ινδ.) varandā].