βρασμώδης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
βρασμώδης: -ες, (εἶδος) ἀναβράζων, προξενῶν κλονισμόν, κίνησις Γρηγ. Νύσσ. 1, 160 (Migne).
-ες
tembloroso, διά τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.
βρασμώδης, -ες (Α) βρασμός
αυτός που προκαλεί βρασμό, κλονισμό.