βρασμώδης

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek (Liddell-Scott)

βρασμώδης: -ες, (εἶδος) ἀναβράζων, προξενῶν κλονισμόν, κίνησις Γρηγ. Νύσσ. 1, 160 (Migne).

Spanish (DGE)

-ες
tembloroso, διά τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.

Greek Monolingual

βρασμώδης, -ες (Α) βρασμός
αυτός που προκαλεί βρασμό, κλονισμό.