βουτσί

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430

Greek Monolingual

το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν)
ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού
μσν.
μέτρο χωρητικότητας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < βουτίον < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»].