βουτσί

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν)
ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού
μσν.
μέτρο χωρητικότητας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < βουτίον < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»].