βουτσί
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν)
ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού
μσν.
μέτρο χωρητικότητας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < βουτίον < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»].