βουτσί

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν)
ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού
μσν.
μέτρο χωρητικότητας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < βουτίον < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»].