βροντόφωνος
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
German (Pape)
[Seite 465] mit Donnerstimme, Sp.
Spanish (DGE)
-ον de voz atronadora Chry.Hie.Enc.Io.B.3(p.33.14).
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ βροντόφωνος, -φωνή, -φωνον)
αυτός που έχει βροντερή φωνή.