βροντόφωνος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

German (Pape)

[Seite 465] mit Donnerstimme, Sp.

Spanish (DGE)

-ον de voz atronadora Chry.Hie.Enc.Io.B.3(p.33.14).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ βροντόφωνος, -φωνή, -φωνον)
αυτός που έχει βροντερή φωνή.