γαλατάς
Greek Monolingual
ο (θηλ. γαλατού, η)
1. ο γαλακτοπώλης
2. εκείνος που του αρέσει πολύ το γάλα
3. θηλ. αυτή που παράγει, που κατεβάζει πολύ γάλα, η γαλάρα.
ο (θηλ. γαλατού, η)
1. ο γαλακτοπώλης
2. εκείνος που του αρέσει πολύ το γάλα
3. θηλ. αυτή που παράγει, που κατεβάζει πολύ γάλα, η γαλάρα.