γεράζω

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

German (Pape)

[Seite 484] ein Ehrengeschenk geben, VLL.

Spanish (DGE)

honrar, EM 82, 227.43G.

Greek Monolingual

(I)
γερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) εγέρασα του γερνώ, κατά τα ρ. σε -άζω].———————— (II)
γεράζω (Α) γέρας
απονέμω γέρας, τιμητικό βραβείο σε κάποιον.