γεωδαίτης
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. γεωδέτης Anat.Laod.Arith.M.10.233B
agrimensor Call.Fr.43.64, Hero Def.135.8, Iambl.Comm.Math.26, Anat.Laod.Arith.l.c.
Greek Monolingual
ο (AM γεωδαίτης, Α και γεωδαίστης)
αυτός που ασχολείται με τη γεωδαισία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -δαίτης < δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»].