Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
το
1. το νεογνό της γίδας, κατσικάκι
2. γίδα οποιασδήποτε ηλικίας
3. (για ανθρώπους) άξεστος, αγροίκος
4. (για παιδιά) ζωηρός, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αιγίδιον («μικρή κατσίκα, κατσικάκι»), υποκορ. του αιξ(αιγός)].