αιγίδιον

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

αἰγίδιον, το (Α) αἴξ
μικρή κατσίκα, κατσικάκι, ερίφι.