γναφαλλίς
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
-ίδος, ἡ
bot. otro n. del γναφάλλιον Ps.Dsc.3.117, Scrib.Larg.121.
γναφαλλίς, η (Α) γνάφαλλον
το γναφάλλιο.