δαιμονολάτρης
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
ο (Μ δαιμονολάτρης)
όποιος λατρεύει τον δαίμονα ή τους δαίμονες
μσν.
ο ειδωλολάτρης.