δασοκομία

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

και δασοκομική, η
κλάδος της δασικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη δημιουργία και την καλλιέργεια τών δασών σύμφωνα με τους στόχους της δασικής διαχειριστικής για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].