δακρυοεξηρημένος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
δακρυοεξηρημένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που συνοδεύεται από δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + εξηρημένος (μτχ. παρακμ. του εξαιρούμαι].