δακρυοεξηρημένος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

δακρυοεξηρημένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που συνοδεύεται από δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + εξηρημένος (μτχ. παρακμ. του εξαιρούμαι].