δασάρχης
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
ο
κρατικός υπάλληλος, προϊστάμενος της διοίκησης μιας δασικής περιφέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -αρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].