δασάρχης

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

ο
κρατικός υπάλληλος, προϊστάμενος της διοίκησης μιας δασικής περιφέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -αρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].