δενδροκόλαψ
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
δενδροκόλαψ, ο (Μ)
ο δενδροκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης].
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
δενδροκόλαψ, ο (Μ)
ο δενδροκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης].