δειλανδρία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, Feigheit, Sp.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ cobardía Ps.Callisth.340.5Γ, Eust.857.13.
Greek Monolingual
δειλανδρία, η (Μ) δείλανδρος
δειλία, ανανδρία.