δερματόκολλα
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pegamento, cola hecha con pieles de animales, Anon.Alch.380.10.
Greek Monolingual
η
χημ. κόλλα από ζωικές ύλες που χρησιμοποιείται στη συγκόλληση ξύλινων αντικειμένων.