Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
το (AM δερμάτιον)νεοελλ.1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ' άρματα βαλμένο 'να δερμάτι», Ερωτ.)2. ασκός από δέρμα ζώουαρχ.1. μικρό και λεπτό δέρμα2. κομμάτι από δέρμα.