δερμάτι

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

το (AM δερμάτιον)
νεοελλ.
1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ' άρματα βαλμένο 'να δερμάτι», Ερωτ.)
2. ασκός από δέρμα ζώου
αρχ.
1. μικρό και λεπτό δέρμα
2. κομμάτι από δέρμα.