Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
το (AM δερμάτιον)νεοελλ.1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ' άρματα βαλμένο 'να δερμάτι», Ερωτ.)2. ασκός από δέρμα ζώουαρχ.1. μικρό και λεπτό δέρμα2. κομμάτι από δέρμα.