δημοσίευση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM δημοσίευσις) δημοσιεύω
γνωστοποίηση
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση μέσω του Τύπου
2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών
3. η έκδοση σε βιβλίο
αρχ.
η εμφάνιση ενώπιον της έκκλησίας του δήμου.