δημοσίευσις

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Spanish (DGE)

δημοσιεύσεως, ἡ
aparición ante los pueblos ref. al segundo Advenimiento τῶν αἰσχρῶν ἡ δημοσίευσις Nil.M.79.1112C, cf. Chrys.Incomprehens.5.565, M.58.528
manifestación pública λέγεται δὲ πομπὴ καὶ ἡ μετὰ σταυροῦ λιτή ... καὶ δ. Sch.Opp.H.1.186.

German (Pape)

[Seite 564] ἡ, Bekanntmachung; auch = öffentliche Versteigerung; Sp.

Greek Monolingual

η (AM δημοσίευσις) δημοσιεύω
γνωστοποίηση
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση μέσω του Τύπου
2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών
3. η έκδοση σε βιβλίο
αρχ.
η εμφάνιση ενώπιον της έκκλησίας του δήμου.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσίευσις: -εως, ἡ, = δήμευσις, Ἐκκλ.

Translations

publication

Afrikaans: publikasie; Arabic: نَشْر‎; Belarusian: публiкацыя, апублікаванне, абнародванне; Bulgarian: публикуване, обнародване; Catalan: publicació; Chinese Mandarin: 出版, 發表/发表, 發行/发行; Czech: publikování; Dutch: publicatie; Esperanto: publikigo; Finnish: julkistus; French: publication; Galician: publicación; German: Veröffentlichung; Greek: έκδοση; Ancient Greek: δημοσίευσις, ἔκδοσις, ἔσδοσις; Hindi: प्रकाशन; Hungarian: kiadás, publikálás; Irish: foilsitheoireacht, foilsiú; Italian: pubblicazione; Japanese: 出版, 刊行, 発行; Korean: 출판(出版), 간행(刊行), 발행(發行); Malay: penerbitan; Malayalam: പ്രസിദ്ധീകരണം; Occitan: publicacion; Polish: publikacja; Portuguese: publicação; Romanian: publicare; Russian: публикация, опубликование, обнародование; Scottish Gaelic: foillseachadh; Spanish: publicación; Swedish: publicering; Thai: การตีพิมพ์; Ukrainian: публікація, опублікування, обнародування