δεκουρία

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
lat. decuria
1 milit. decuria, IEphesos 680.11 (I/II d.C.).
2 decuria colegio de jueces municipales ἐπίλεκτος κριτὴς ἐκ τῶν ἐν Ῥώμῃ δεκουριῶν IGR 3.778.9 (Atalia II d.C.?), colegio de otro tipo δ. γερούλων IUrb.Rom.206 (II d.C.), cf. Gloss.3.34.

Greek Monolingual

η
υποδιαίρεση της ρωμαϊκής κουρίας, η οποία αποτελούνταν από δέκα άνδρες ή δέκα ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. decuria].