διισθμίζω
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
διισθμίζω: μέλλ. -ίσω, (ἰσθμός) ἕλκω, διαβιβάζω, διὰ τοῦ ἰσθμοῦ· πρβλ. ὑπερισθμίζω, Πολύβ. 4. 19, 7. ― Πρβλ. διειρύω, δίολκος.
διισθμίζω (Α) ισθμός
(για πλοία) τραβώ ένα πλοίο πέρα από τον ισθμό.