διμήτριος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Spanish (DGE)

-ον
de dos madres, nacido dos vecesde Dioniso, Hdn.Epim.265, Et.Gud.s.u. Διμίτριος, Anecd.Stud.1.275.

Greek Monolingual

διμήτριος, ο (Α)
ο διμήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -μήτριος < μήτηρ (-τρός) (πρβλ. ομομήτριος)].