διοπτικός
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a la observación mediante instrumentos de precisión τὰ διοπτικά tít. de un tratado astronómico de Euclides, Plu.2.1093e.
2 translúcido διοπτικὰς βώλους μεγάλας Str.12.2.10.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση, σκοπευτικός.