διουρητικός
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ή, όν,
A diuretic, Id.Acut.50, Diocl.Fr.112, Aret.CA1.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διουρητικός: -ή, -όν, ὁ κινῶν, διευκολύνων τὰ οὖρα, Ἱππ. Ὀξ. 392.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
diurético de comidas, bebidas y medicamentos (οἶνος) Hp.Acut.50, Thphr.HP 9.10.3, Erasistr.158, Gal.5.772, Ath.33d, prob. en Graff.Dip.Hd.21 (IV/V d.C.), σίκυος πέπων Hp.Aff.57, τὰ κεράσια Diph.Siph. en Ath.51b, φάρμακα Hp.Aff.20, Loc.Hom.28, Gal.10.801, ἀποζέματα Pall.in Hp.2.18, ἐγχυματισμοί Hippiatr.103.11, cf. Sor.47.25, Diocl.Fr.112, Gal.6.643, Aret.CA 1.1.7, Alex.Aphr.Pr.1.53, Porph.ad Il.168.5, Cass.Fel.44, Aët.1.4, 221, Hippiatr.30.2, Eust.872.37, (ἀσφοδέλου) αἱ ῥίζαι δύναμιν ἔχουσιν διουρητικήν Crateuas Fr.5, cf. 7, Dsc.1.4.2, (ὁ ἐχῖνος) ἔχει γάρ τι ... δ. Alex.Trall.1.543.26
•subst. διουρητικόν remedio diurético Hp.Nat.Mul.34, Aff.32, Loc.Hom.47, Archig.18.24B., Paul.Aeg.1.47, Steph.in Gal.295.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διουρητικός, -ή, -όν) διουρώ
(για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση.