δοτική
From LSJ
η (AM δοτική
Α δοτικός, -ή, -όν)
το θηλ. ως ουσ. η τρίτη πτώση τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται κάτι
αρχ.
επίθ. αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει.