ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
δορήιος: -α, -ον, (δόρυ) ξύλινος, Ἀνθ. Π. 15. 14.
δορήιος, -α, -ον (Α)ξύλινος.